bounced cheque
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bounced cheque | bounced cheques |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαbounced cheque (en) (βρετανική γραφή)
- (οικονομία) βρετανική γραφή του bounced check
ενικός | πληθυντικός |
bounced cheque | bounced cheques |
bounced cheque (en) (βρετανική γραφή)