Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bounced cheque bounced cheques

  Ετυμολογία επεξεργασία

bounced cheque < → δείτε τις λέξεις bounced και cheque

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

bounced cheque (en) (βρετανική γραφή)