Δείτε επίσης: ἐποστρακισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εποστρακισμός οι εποστρακισμοί
      γενική του εποστρακισμού των εποστρακισμών
    αιτιατική τον εποστρακισμό τους εποστρακισμούς
     κλητική εποστρακισμέ εποστρακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εποστρακισμός < (ελληνιστική κοινήἐποστρακισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εποστρακισμός αρσενικό

  1. αρχαία ονομασία του παιχνιδιού ψωμάκια ή πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή παξιμαδάκια ή πίττες -πετάμε όστρακο (κομμάτι κεραμιδιού στην αρχαία Ελλάδα) ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές. Νικά εκείνος που η ρίψη του θα προκαλέσει τις περισσότερες αναπηδήσεις.
  2. αποστρακισμός
     συνώνυμα: εξοστρακισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία