ενικός         πληθυντικός  
deflection deflections

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

deflection (en)

  1. εξοστρακισμός, αλλαγή πορείας λόγω πρόσκρουσης
  2. (μεταφορικά) αλλαγή ιδεολογικής ή διαχειριστικής κατεύθυνσης