deflection
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
deflection | deflections |
Ουσιαστικό επεξεργασία
deflection (en)
- εξοστρακισμός, αλλαγή πορείας λόγω πρόσκρουσης
- (μεταφορικά) αλλαγή ιδεολογικής ή διαχειριστικής κατεύθυνσης
ενικός | πληθυντικός |
deflection | deflections |
deflection (en)