↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οστρακοφόρος η οστρακοφόρα
οστρακοφόρος
το οστρακοφόρο
      γενική του οστρακοφόρου της οστρακοφόρας
οστρακοφόρου
του οστρακοφόρου
    αιτιατική τον οστρακοφόρο την οστρακοφόρα
οστρακοφόρο
το οστρακοφόρο
     κλητική οστρακοφόρε οστρακοφόρα
οστρακοφόρε
οστρακοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οστρακοφόροι οι οστρακοφόρες
οστρακοφόροι
τα οστρακοφόρα
      γενική των οστρακοφόρων των οστρακοφόρων των οστρακοφόρων
    αιτιατική τους οστρακοφόρους τις οστρακοφόρες
οστρακοφόρους
τα οστρακοφόρα
     κλητική οστρακοφόροι οστρακοφόρες
οστρακοφόροι
οστρακοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστρακοφόρος < (λόγιο δάνειο) λατινική ostracophori (πληθ.) < ὄστρακον + -phori (πληθ) < -phoros < -φόρος, μορφολογικά αναλύεται όστρακ(ο) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

οστρακοφόρος, -α/-ος, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία