↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
οστρακοφόρος
|
η
|
οστρακοφόρα & οστρακοφόρος
|
το
|
οστρακοφόρο
|
γενική
|
του
|
οστρακοφόρου
|
της
|
οστρακοφόρας & οστρακοφόρου
|
του
|
οστρακοφόρου
|
αιτιατική
|
τον
|
οστρακοφόρο
|
την
|
οστρακοφόρα & οστρακοφόρο
|
το
|
οστρακοφόρο
|
κλητική
|
|
οστρακοφόρε
|
|
οστρακοφόρα & οστρακοφόρε
|
|
οστρακοφόρο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
οστρακοφόροι
|
οι
|
οστρακοφόρες & οστρακοφόροι
|
τα
|
οστρακοφόρα
|
γενική
|
των
|
οστρακοφόρων
|
των
|
οστρακοφόρων
|
των
|
οστρακοφόρων
|
αιτιατική
|
τους
|
οστρακοφόρους
|
τις
|
οστρακοφόρες & οστρακοφόρους
|
τα
|
οστρακοφόρα
|
κλητική
|
|
οστρακοφόροι
|
|
οστρακοφόρες & οστρακοφόροι
|
|
οστρακοφόρα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|