Ετυμολογία

επεξεργασία
testa < test + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική testa testaj
αιτιατική testan testajn

testa (eo)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
testa teste

testa (it) θηλυκό

Ταυτόσημο

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

testa (la) θηλυκό

  1. τούβλο, πλίνθος, οπτόπλινθος
  2. πήλινο αγγείο
  3. όστρακο (από σπασμένο αγγείο)
  4. όστρακο, το κέλυφος των μαλακίων