Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρακολογία οι οστρακολογίες
      γενική της οστρακολογίας των οστρακολογιών
    αιτιατική την οστρακολογία τις οστρακολογίες
     κλητική οστρακολογία οστρακολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστρακολογία < όστρακο + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστρακολογία θηλυκό

  • η επιστήμη που ασχολείται με τα όστρακα

  Μεταφράσεις επεξεργασία