butterfly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
butterfly | butterflies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbutterfly (en)
- (έντομο) η πεταλούδα
- ⮡ I see a million colorful butterflies.
- Βλέπω ένα εκατομμύριο πολύχρωμες πεταλούδες.
- ⮡ I see a million colorful butterflies.