Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεταλουδίζω < πεταλούδα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πεταλουδίζω

  1. (σπάνιο) πετώ γοργά και με χάρη σαν πεταλούδα
  2. (μεταφορικά) (για γυναίκα) έχω επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία