πεταλούδισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεταλούδισμα < πεταλουδίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεταλούδισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πεταλουδίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεταλούδισμα
|
πεταλούδισμα ουδέτερο
|