farfalla
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
farfalla (it), πληθυντικός: farfalle
- (έντομο) η πεταλούδα
- το παπιγιόν
- (γαστρονομία) (στον πληθυντικό) τύπος μακαρονιών σε σχήμα που μοιάζει με πεταλούδα ή παπιγιόν (→ δείτε τη λέξη φαρφάλες)