Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

farfalla (it), πληθυντικός: farfalle

  1. (έντομο) η πεταλούδα
  2. το παπιγιόν
  3. (γαστρονομία) (στον πληθυντικό) τύπος μακαρονιών σε σχήμα που μοιάζει με πεταλούδα ή παπιγιόν (→ δείτε τη λέξη φαρφάλες)