Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μακαρόνια φαρφάλες

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρφάλες < (άμεσο δάνειο) ιταλική farfal(l)e) (< farfalla) + ς, κυριολεκτικά: πεταλούδες ή παπιγιόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρφάλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό