Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

motyl < πρωτοσλαβική motyl'ь

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɔ.tɨl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

motyl (pl) θηλυκό