ψυχάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψυχάρι | τα | ψυχάρια |
γενική | του | ψυχαριού | των | ψυχαριών |
αιτιατική | το | ψυχάρι | τα | ψυχάρια |
κλητική | ψυχάρι | ψυχάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχάρι < μεσαιωνική ελληνική ψυχάριν < αρχαία ελληνική ψυχάριον, υποκοριστικό του ψυχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχάρι ουδέτερο
- (έντομο) νυκτόβια πεταλουδίτσα
- (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προσώπου που αγαπάμε
- (μεταφορικά) αδύναμος άνθρωπος, κακομοίρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχάρι
|