ψυχάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχάριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχάριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχάριον ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)
- υπηρέτης, δούλος
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 88 (88-89) @georgakas.lit.auth.gr
- βλέπουν σε τὰ ψυχάρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθέντην,
φοβοῦνται, παραστήκονται, δουλεύουν καὶ τιμῶσιν·- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- βλέπουν σε τὰ ψυχάρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθέντην,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 88 (88-89) @georgakas.lit.auth.gr
- (έντομο) μικρή πεταλούδα
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
- ἡ δὲ τοῦ παπιλιῶνος προσηγορία Ῥωμαϊκή ἐστι παπιλι. ὃ γὰρ λέγεται, ὃ καλοῦσιν οἱ Ἕλληνες ψυχάριον τὸ πετάμενον περὶ τὰς κράμβας καὶ τὰ λοιπὰ λάχανα· ἐπειδὴ οὖν τὰ παραπετάσματα τοῦ παπιλεῶνος ἔοικεν τοῖς πτεροῖς τοῦ ζωυφίου τούτου, διὰ τοῦτο οἱ Ῥωμαῖοι παπιλιῶνα αὐτὸν καλοῦσιν.
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ψυχάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Πηγές
επεξεργασία- ψυχάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψυχάριον | τὰ | ψυχάριᾰ |
γενική | τοῦ | ψυχαρίου | τῶν | ψυχαρίων |
δοτική | τῷ | ψυχαρίῳ | τοῖς | ψυχαρίοις |
αιτιατική | τὸ | ψυχάριον | τὰ | ψυχάριᾰ |
κλητική ὦ! | ψυχάριον | ψυχάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψυχαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψυχάριον < ψυχ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχάριον, -ου ουδέτερο ( & ψυχίδιον)
- υποκοριστικό της ψυχής, μικρή ψυχή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 519a
- καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ᾽ ἃ τέτραπται, ὡς οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ᾽ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον;
- και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή. Ή δεν έχεις προσέξει ακόμα, αυτών των ανθρώπων, που τους λένε πονηρούς μα και έξυπνους μαζί, με πόσο διαπεραστική ματιά η μικρή τους η ψυχή και με τί φωτιά μάτι βλέπει όσα την ενδιαφέρουν, γιατί δεν έχει αδύνατη όραση, μα επειδή είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία τους, όσο μεγαλύτερη είναι η οξυδέρκειά τους τόσο και μεγαλύτερο κακό κάνουν;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ᾽ ἃ τέτραπται, ὡς οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ᾽ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 7, 519a
Πηγές
επεξεργασία- ψυχάριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.