Δείτε επίσης: Ψυχάριον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχάριον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχάριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχάριον ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. υπηρέτης, δούλος
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 88 (88-89) @georgakas.lit.auth.gr
    βλέπουν σε τὰ ψυχάρια μου καὶ ἔχουν σε ὡς αὐθέντην,
    φοβοῦνται, παραστήκονται, δουλεύουν καὶ τιμῶσιν·
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
  2. (έντομο) μικρή πεταλούδα
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae, @catholiclibrary.org
    ἡ δὲ τοῦ παπιλιῶνος προσηγορία Ῥωμαϊκή ἐστι παπιλι. ὃ γὰρ λέγεται, ὃ καλοῦσιν οἱ Ἕλληνες ψυχάριον τὸ πετάμενον περὶ τὰς κράμβας καὶ τὰ λοιπὰ λάχανα· ἐπειδὴ οὖν τὰ παραπετάσματα τοῦ παπιλεῶνος ἔοικεν τοῖς πτεροῖς τοῦ ζωυφίου τούτου, διὰ τοῦτο οἱ Ῥωμαῖοι παπιλιῶνα αὐτὸν καλοῦσιν.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ψυχάρια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψυχάριον τὰ ψυχάρι
      γενική τοῦ ψυχαρίου τῶν ψυχαρίων
      δοτική τῷ ψυχαρί τοῖς ψυχαρίοις
    αιτιατική τὸ ψυχάριον τὰ ψυχάρι
     κλητική ! ψυχάριον ψυχάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχαρίω
γεν-δοτ τοῖν  ψυχαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχάριον < ψυχ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψυχάριον, -ου ουδέτερο ( & ψυχίδιον)

  • υποκοριστικό της ψυχής, μικρή ψυχή
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 7, 519a
    καὶ ἄχρηστον αὖ καὶ βλαβερὸν γίγνεται. ἢ οὔπω ἐννενόηκας, τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ, ὡς δριμὺ μὲν βλέπει τὸ ψυχάριον καὶ ὀξέως διορᾷ ταῦτα ἐφ᾽ ἃ τέτραπται, ὡς οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν, κακίᾳ δ᾽ ἠναγκασμένον ὑπηρετεῖν, ὥστε ὅσῳ ἂν ὀξύτερον βλέπῃ, τοσούτῳ πλείω κακὰ ἐργαζόμενον;
    και άλλοτε απεναντίας άχρηστη και βλαβερή. Ή δεν έχεις προσέξει ακόμα, αυτών των ανθρώπων, που τους λένε πονηρούς μα και έξυπνους μαζί, με πόσο διαπεραστική ματιά η μικρή τους η ψυχή και με τί φωτιά μάτι βλέπει όσα την ενδιαφέρουν, γιατί δεν έχει αδύνατη όραση, μα επειδή είναι αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία τους, όσο μεγαλύτερη είναι η οξυδέρκειά τους τόσο και μεγαλύτερο κακό κάνουν;
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr