πεταλουδίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεταλουδίτσα | οι | πεταλουδίτσες |
γενική | της | πεταλουδίτσας | — | |
αιτιατική | την | πεταλουδίτσα | τις | πεταλουδίτσες |
κλητική | πεταλουδίτσα | πεταλουδίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεταλουδίτσα < πεταλούδα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεταλουδίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεταλουδίτσα
|