↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρίδα οι ακρίδες
      γενική της ακρίδας των ακρίδων
    αιτιατική την ακρίδα τις ακρίδες
     κλητική ακρίδα ακρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρίδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκρίς, από την αιτιατική «τὴν ἀκρίδα»

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈkɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρί‐δα
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρίδα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • πέσανε σαν τις ακρίδες: όρμησαν και τα έφαγαν όλα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία