Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακριδοκτόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακριδοκτόν
ος
η
ακριδοκτόν
α
το
ακριδοκτόν
ο
γενική
του
ακριδοκτόν
ου
της
ακριδοκτόν
ας
του
ακριδοκτόν
ου
αιτιατική
τον
ακριδοκτόν
ο
την
ακριδοκτόν
α
το
ακριδοκτόν
ο
κλητική
ακριδοκτόν
ε
ακριδοκτόν
α
ακριδοκτόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακριδοκτόν
οι
οι
ακριδοκτόν
ες
τα
ακριδοκτόν
α
γενική
των
ακριδοκτόν
ων
των
ακριδοκτόν
ων
των
ακριδοκτόν
ων
αιτιατική
τους
ακριδοκτόν
ους
τις
ακριδοκτόν
ες
τα
ακριδοκτόν
α
κλητική
ακριδοκτόν
οι
ακριδοκτόν
ες
ακριδοκτόν
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακριδοκτόνος
<
ακρίδ(α)
+
-ο-
+
-κτόνος
Επίθετο
επεξεργασία
ακριδοκτόνος -α, -ο
που
σκοτώνει
τις
ακρίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακριδοκτόνος