↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακριδοκτόνος η ακριδοκτόνα το ακριδοκτόνο
      γενική του ακριδοκτόνου της ακριδοκτόνας του ακριδοκτόνου
    αιτιατική τον ακριδοκτόνο την ακριδοκτόνα το ακριδοκτόνο
     κλητική ακριδοκτόνε ακριδοκτόνα ακριδοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακριδοκτόνοι οι ακριδοκτόνες τα ακριδοκτόνα
      γενική των ακριδοκτόνων των ακριδοκτόνων των ακριδοκτόνων
    αιτιατική τους ακριδοκτόνους τις ακριδοκτόνες τα ακριδοκτόνα
     κλητική ακριδοκτόνοι ακριδοκτόνες ακριδοκτόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακριδοκτόνος < ακρίδ(α) + -ο- + -κτόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακριδοκτόνος -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία