↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρκαλέτσι τα καρκαλέτσια
      γενική
    αιτιατική το καρκαλέτσι τα καρκαλέτσια
     κλητική καρκαλέτσι καρκαλέτσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρκαλέτσι < (άμεσο δάνειο) αλβανική karkalec + < βουλγαρική скакалец [1] < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρκαλέτσι ουδέτερο

  • (εντομολογία, ιδιωματικό) ακρίδα[2][3] (σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα)
    ※  Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια (ακρίδες) φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων.)
    ※  Και όμως προ ολίγων ετών ένα νήπιον, ενώ ευρίσκετο εις τους αγρούς με τους γονείς του, στην περιοχή της Κοζάνης, μόλις είδε ένα σμήνος αεροπλάνων φώναξε «Μάνα! καρκαλέτσια!». Στην περιοχή δε εκείνη η λέξη καρκαλέτσια σημαίνει ακρίδες. (Στέργιος Ν. Σάκκος, Ομότιμος Καθηγητής Εισαγωγής & Ερμηνείας Καινής Διαθήκης Α.Π.Θ. († 2012) χξς’ – Το όνομα του Αντιχρίστου (Αποκ. 13,18) 21 Μαρτίου 2013 [2])
  • επίμονος βήχας, ο κοκκύτης[2][3], αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης[4]
    ※  ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Αρ. Παπακίτσος, Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του , Τζουμερκιώτικα Χρονικά, σελ. 28, 2012)
  • (μεταφορικά) ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος[2]
     συνώνυμα: ψηλολέλεκας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

επώνυμα:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «karkalec» - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.
  2. 2,0 2,1 2,2 καρκαλέτσι (το) - Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος, καρκαλέτσι
  3. 3,0 3,1 Θανάσης Γ. Ανωγιάτης, Λέξεις που αποχωρούν, Πρεβεζάνικα Χρονικά, Περίοδος Β΄, Έτος 36, Τεύχος 55-56, σελ. 263, Πρέβεζα, 2019
  4. Ερμής ο Λόγιος, 1819, σελ. 357[1] «το έτος απλώς εστάθη άνοσον εάν εξαιρεθή μόνον η αστρακία και ο βήχας, ο λεγόμενος κάρκαλος ή καρκαλέτζης (κοκκύτης) ο οποίος εκόλησε τα παιδία, από τον Μάρτιον και καθ’ εξής με ολέθρια επακολουθήματα»
  5. Ευαγγέλος Αθ. Μπόγκας, Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου), 1964-1966