Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηλολέλεκας οι ψηλολέλεκες
      γενική του ψηλολέλεκα των ψηλολέλεκων
    αιτιατική τον ψηλολέλεκα τους ψηλολέλεκες
     κλητική ψηλολέλεκα ψηλολέλεκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλολέλεκας < ψηλο- + λέλεκας < λελέκι + -ας < τουρκική leylek < πρωτοτουρκική *(j)eglek (πελαργός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηλολέλεκας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία