• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψηλολέλεκας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψηλολέλεκας οι ψηλολέλεκες
      γενική του ψηλολέλεκα των ψηλολέλεκων
    αιτιατική τον ψηλολέλεκα τους ψηλολέλεκες
     κλητική ψηλολέλεκα ψηλολέλεκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλολέλεκας < ψηλο- + λέλεκας < λελέκι + -ας < τουρκική leylek < πρωτοτουρκική *(j)eglek (πελαργός)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψηλολέλεκας αρσενικό

  • (σκωπτικό) ψηλός και αδύνατος άνδρας
    ≈ συνώνυμα: καρκαλέτσι (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ψηλολέλεκας
  • γαλλικά : perche (fr), échalas (fr)

Πηγές

επεξεργασία
  • ψηλολέλεκας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψηλολέλεκας&oldid=7086191"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Μαρτίου 2025, στις 20:07

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Μαρτίου 2025, στις 20:07.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας