Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λελέκι τα λελέκια
      γενική του λελεκιού των λελεκιών
    αιτιατική το λελέκι τα λελέκια
     κλητική λελέκι λελέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λελέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لیلك (leylek) (τουρκική leylek) + ,[1] προφορικός τύπος του لكلك‎ (leklek) [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈle.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐λέ‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λελέκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία