Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελαργός οι πελαργοί
      γενική του πελαργού των πελαργών
    αιτιατική τον πελαργό τους πελαργούς
     κλητική πελαργέ πελαργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελαργός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πελαργός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.laɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λαρ‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελαργός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • έρχεται ο πελαργός: όταν επίκειται γέννα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πελαργός οἱ πελαργοί
      γενική τοῦ πελαργοῦ τῶν πελαργῶν
      δοτική τῷ πελαργ τοῖς πελαργοῖς
    αιτιατική τὸν πελαργόν τοὺς πελαργούς
     κλητική ! πελαργέ πελαργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελαργώ
γεν-δοτ τοῖν  πελαργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελαργός, ήδη τον 5ο αιώνα < θέμα πελ- (πιθανόν μέσω των επιθέτων πελιός, πελλός (γκρίζος, φαιός, μελανόχρωμος → δείτε και τη λέξη πελιδνός) + ἀργός (λευκός, φωτεινός, → και δείτε τη λέξη ἄργυρος[1]
  • για τη σχέση με το Πελασγός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πελαργός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία