λευκοπελαργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλευκοπελαργός αρσενικό
- (πτηνό) πελαργός με λευκό, (άσπρο), πτέρωμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λευκοπελαργός
|
λευκοπελαργός αρσενικό
|