↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελιδνός η πελιδνή το πελιδνό
      γενική του πελιδνού της πελιδνής του πελιδνού
    αιτιατική τον πελιδνό την πελιδνή το πελιδνό
     κλητική πελιδνέ πελιδνή πελιδνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελιδνοί οι πελιδνές τα πελιδνά
      γενική των πελιδνών των πελιδνών των πελιδνών
    αιτιατική τους πελιδνούς τις πελιδνές τα πελιδνά
     κλητική πελιδνοί πελιδνές πελιδνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελιδνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πελιδνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelito- < *pel- (γκρι) (πβ. σανσκριτικά पलित (palitá), λατινικά pallidus)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.liðˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λιδ‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελιδνός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελιδνός < πελιός < πελ(λ)ός λείπει η ετυμολογία -δνός

  Επίθετο

επεξεργασία

πελιδνός, -ή, -όν (& πελιτνός, -ή, -όν)

  1. πελιδνός, μαυροκίτρινος, υποκίτρινος
    ※  και μετ' ολίγον οξείαι συνηκολούθουν οδύναι, και σπασμός και τρόμος τον όλον όγκον κατείχεν, ό τε χρως ψυχρός και πελιδνός, εγίνετο, και διά των εμέτων εξέπιπτε χολή, προς δε τούτοις από του τραύματος μέλας αφρός απέρρει (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, βιβλ. 17, 103, 40 books.google)
  2. μελανιασμένος, μπλαβιασμένος
    ※  αἱ ἀποχρέμψιες αἱ ἐν τοῖσι πυρετοῖσι τοῖσι μὴ διαλείπουσιν, αἱ πελιδναὶ, καὶ αἱματώδεες, καὶ δυσώδεες, καὶ χολώδεες, πᾶσαι κακαί (Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, 4, 47)