↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυροκίτρινος η μαυροκίτρινη το μαυροκίτρινο
      γενική του μαυροκίτρινου της μαυροκίτρινης του μαυροκίτρινου
    αιτιατική τον μαυροκίτρινο τη μαυροκίτρινη το μαυροκίτρινο
     κλητική μαυροκίτρινε μαυροκίτρινη μαυροκίτρινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυροκίτρινοι οι μαυροκίτρινες τα μαυροκίτρινα
      γενική των μαυροκίτρινων των μαυροκίτρινων των μαυροκίτρινων
    αιτιατική τους μαυροκίτρινους τις μαυροκίτρινες τα μαυροκίτρινα
     κλητική μαυροκίτρινοι μαυροκίτρινες μαυροκίτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυροκίτρινος < μαυρο- + κίτρινος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυροκίτρινος, -η, -ο

  1. ο συνδυασμός χρώματος κίτρινου και μαύρου, με κυρίαρχο το μαύρο
  2. ο πελιδνός

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία