↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπλαβιασμένος η μπλαβιασμένη το μπλαβιασμένο
      γενική του μπλαβιασμένου της μπλαβιασμένης του μπλαβιασμένου
    αιτιατική τον μπλαβιασμένο την μπλαβιασμένη το μπλαβιασμένο
     κλητική μπλαβιασμένε μπλαβιασμένη μπλαβιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπλαβιασμένοι οι μπλαβιασμένες τα μπλαβιασμένα
      γενική των μπλαβιασμένων των μπλαβιασμένων των μπλαβιασμένων
    αιτιατική τους μπλαβιασμένους τις μπλαβιασμένες τα μπλαβιασμένα
     κλητική μπλαβιασμένοι μπλαβιασμένες μπλαβιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπλαβιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπλαβίζω

μπλαβιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία