Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pallidus < palleō + -idus

  Επίθετο επεξεργασία

pallidus (la)

  1. ωχρός
  2. (μεταφορικά) ωχρός από φοβο

Κλίση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική pallidus pallida pallidum pallidī pallidae pallida
γενική pallidī pallidae pallidī pallidōrum pallidārum pallidōrum
δοτική pallidō pallidae pallidō pallidīs pallidīs pallidīs
αιτιατική pallidum pallidam pallidum pallidōs pallidās pallida
κλητική pallide pallida pallidum pallidī pallidae pallida
αφαιρετική pallidō pallidā pallidō pallidīs pallidīs pallidīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

pallidus (λατινικά)

γαλλικά: pâle
αγγλικά: pale
ιταλικά: pallido
ισπανικά: pálido

  Πηγές επεξεργασία