Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πελιδνότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πελιδνότητ
α
οι
πελιδνότητ
ες
γενική
της
πελιδνότητ
ας
των
πελιδνοτήτ
ων
αιτιατική
την
πελιδνότητ
α
τις
πελιδνότητ
ες
κλητική
πελιδνότητ
α
πελιδνότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πελιδνότητα
<
ελληνιστική κοινή
πελιδνότης
<
αρχαία ελληνική
πελιδνός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πελιδνότητα
θηλυκό
(
λόγιο
)
ωχρότητα
,
χλόμιασμα
,
χλομάδα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πελίδνωμα
πελίδνωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πελιδνότητα
→
δείτε
τις λέξεις
ωχρότητα
,
χλόμιασμα
και
χλομάδα