πελίδνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πελίδνωση | οι | πελιδνώσεις |
γενική | της | πελίδνωσης* | των | πελιδνώσεων |
αιτιατική | την | πελίδνωση | τις | πελιδνώσεις |
κλητική | πελίδνωση | πελιδνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πελιδνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πελίδνωση < ελληνιστική κοινή πελίδνωσις < αρχαία ελληνική πελιδνός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπελίδνωση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πελιδνότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πελίδνωση
|