χλόμιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχλόμιασμα ουδέτερο
- το χλώμιασμα, η χλωμάδα ή χλομάδα, το αποτέλσμα του χλωμιάζω-χλομιάζω, το να γίνεται άποιος ωχρός εν πάσει περιπτώσει από ασθένεια ή από στενοχώρια ή αμηχανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλόμιασμα
|