Ετυμολογία

επεξεργασία
χλομιάζω < χλομός + -ιάζω

χλομιάζω, πρτ.: χλόμιαζα, στ.μέλλ.: θα χλομιάσω, αόρ.: χλόμιασα

  • γίνομαι χλομός, πχ από σωματικό πόνο ή ψυχική ταραχή

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία