λέλεκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λέλεκας | οι | λέλεκες |
γενική | του | λέλεκα | των | λελέκων |
αιτιατική | τον | λέλεκα | τους | λέλεκες |
κλητική | λέλεκα | λέλεκες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λέλεκας αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του λελέκι: ο πελαργός
- (μεταφορικά, σκωπτικό) ψηλός και λεπτός άνθρωπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λέλεκας
→ δείτε τη λέξη πελαργός |