Ετυμολογία

επεξεργασία
karkalec < βουλγαρική скакалец [1] < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καρκαλέτσι, καρκαλέτσος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

karkalec (sq)

  1. (εντομολογία) η ακρίδα
  2. γαρίδα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «karkalec» - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.