papilio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
papilio (eo)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- papilio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel-
Ουσιαστικό επεξεργασία
papilio (la) αρσενικό
papilio (eo)
papilio (la) αρσενικό