modlitwa
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modlitwa | modlitwy |
γενική | modlitwy | modlitw |
δοτική | modlitwie | modlitwom |
αιτιατική | modlitwę | modlitwy |
οργανική | modlitwą | modlitwami |
τοπική | modlitwie | modlitwach |
κλητική | modlitwo | modlitwy |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mɔˈdlʲitfa/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmodlitwa (pl) θηλυκό