ενικός         πληθυντικός  
oraison oraisons

  Ετυμολογία

επεξεργασία
oraison < λατινική oratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.ʁɛ.zɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

oraison (fr) θηλυκό