δέησις
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέησις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέησις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδέησις & δέηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δέησις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δέησῐς | αἱ | δεήσεις |
γενική | τῆς | δεήσεως | τῶν | δεήσεων |
δοτική | τῇ | δεήσει | ταῖς | δεήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δέησῐν | τὰς | δεήσεις |
κλητική ὦ! | δέησῐ | δεήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δεησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέησις < δέω, δεη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: δέησις ⇘ νέα ελληνικά: δέηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδέησις, -εως θηλυκό
- έντονη παράκληση, ικεσία
- γραπτή αίτηση
- (ελληνιστική σημασία) προσευχή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δέησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.