δοξολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δοξολόγημα < μεσαιωνική ελληνική δοξολόγημα < δοξολογώ + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
δοξολόγημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δοξολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
δοξολόγημα
|