↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υμνημένος η υμνημένη το υμνημένο
      γενική του υμνημένου της υμνημένης του υμνημένου
    αιτιατική τον υμνημένο την υμνημένη το υμνημένο
     κλητική υμνημένε υμνημένη υμνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υμνημένοι οι υμνημένες τα υμνημένα
      γενική των υμνημένων των υμνημένων των υμνημένων
    αιτιατική τους υμνημένους τις υμνημένες τα υμνημένα
     κλητική υμνημένοι υμνημένες υμνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υμνημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υμνώ

υμνημένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη υμνώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία