υμνητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υμνητής | οι | υμνητές |
γενική | του | υμνητή | των | υμνητών |
αιτιατική | τον | υμνητή | τους | υμνητές |
κλητική | υμνητή | υμνητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υμνητής < αρχαία ελληνική ὑμνητής < ὑμνῶ + -τής[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υμνητής αρσενικό (θηλυκό υμνήτρια)
- που εξυμνεί, που εγκωμιάζει κάτι
- υμνητής της δημοκρατίας
- θερμός οπαδός
- είμαι υμνητής της τοπικής αθλητικής ομάδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
υμνητής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υμνητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας