Δείτε επίσης: ὑμνητής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υμνητής οι υμνητές
      γενική του υμνητή των υμνητών
    αιτιατική τον υμνητή τους υμνητές
     κλητική υμνητή υμνητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υμνητής < αρχαία ελληνική ὑμνητής < ὑμνῶ + -τής[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.mniˈtis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υμνητής αρσενικό (θηλυκό υμνήτρια)

  1. που εξυμνεί, που εγκωμιάζει κάτι
    υμνητής της δημοκρατίας
     συνώνυμα: υποστηρικτής
  2. θερμός οπαδός
    είμαι υμνητής της τοπικής αθλητικής ομάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία