υμνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υμνητικός < (ελληνιστική κοινή) ὑμνητικός < ὑμνέω / ὑμνῶ
Επίθετο
επεξεργασίαυμνητικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υμνητικός
|
Δείτε επίσης : ὑμνητικός |
υμνητικός, -ή, -ό
|