υμνογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υμνογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑμνογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε < (ὕμνος) ύμν(ος) + -ο- + -γράφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.mnoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐μνο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυμνογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (λογοτεχνία, θρησκεία) θρησκευτικός ποιητής ή μουσικός που συνθέτει ύμνους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υμνογράφος