Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υμνούμαι, παθητική φωνή του υμνώ

  Ρήμα επεξεργασία

υμνούμαι

  1. με υμνούν, απαγγέλλουν ύμνους προς τιμή μου
  2. (μεταφορικά) με επαινούν για τις πράξεις μου

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία