Ετυμολογία

επεξεργασία
υμνούμαι, παθητική φωνή του υμνώ

υμνούμαι

  1. με υμνούν, απαγγέλλουν ύμνους προς τιμή μου
  2. (μεταφορικά) με επαινούν για τις πράξεις μου

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία