Ουσιαστικό

επεξεργασία

adoration (en)

  1. η λατρεία
  2. η προσκύνηση



  Ετυμολογία

επεξεργασία
adoration < λατινική adoratio

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adoration adorations

adoration (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η λατρεία
  2. παθιασμένη αγάπη

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη adorer
  • → δείτε τη λέξη adoratio