προσκύνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσκύνηση | οι | προσκυνήσεις |
γενική | της | προσκύνησης* | των | προσκυνήσεων |
αιτιατική | την | προσκύνηση | τις | προσκυνήσεις |
κλητική | προσκύνηση | προσκυνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκυνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσκύνηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσκύνησις < προσκυνέω/προσκυνῶ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκύνηση θηλυκό
- (θρησκεία, λόγιο) η ενέργεια του προσκυνώ
- (θρησκεία, λόγιο) η θρησκευτική λατρεία
- (μεταφορικά) έμπρακτη απόδοση τιμής σε κάποιον
- (μεταφορικά, μειωτικό) υποτέλεια σε κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκύνηση
Πηγές
επεξεργασία- προσκύνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκύνηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- προσκύνηση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)