Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκύνηση οι προσκυνήσεις
      γενική της προσκύνησης* των προσκυνήσεων
    αιτιατική την προσκύνηση τις προσκυνήσεις
     κλητική προσκύνηση προσκυνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκυνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκύνηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσκύνησις < προσκυνέω/προσκυνῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσκύνηση θηλυκό

  1. (θρησκεία, λόγιο) η ενέργεια του προσκυνώ
  2. (θρησκεία, λόγιο) η θρησκευτική λατρεία
  3. (μεταφορικά) έμπρακτη απόδοση τιμής σε κάποιον
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) υποτέλεια σε κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία