προσκύνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσκύνησῐς | αἱ | προσκυνήσεις |
γενική | τῆς | προσκυνήσεως | τῶν | προσκυνήσεων |
δοτική | τῇ | προσκυνήσει | ταῖς | προσκυνήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | προσκύνησῐν | τὰς | προσκυνήσεις |
κλητική ὦ! | προσκύνησῐ | προσκυνήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσκυνήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσκυνησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσκύνησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσκύνησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προσκύνησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσκύνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.