Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσκύνησῐς αἱ προσκυνήσεις
      γενική τῆς προσκυνήσεως τῶν προσκυνήσεων
      δοτική τῇ προσκυνήσει ταῖς προσκυνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσκύνησῐν τὰς προσκυνήσεις
     κλητική ! προσκύνησῐ προσκυνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκυνήσει
γεν-δοτ τοῖν  προσκυνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκύνησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσκύνησις, -εως θηλυκό

  1. ζητούμενο λήμμα
  2. προσκύνηση

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία