προσκυνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσκυνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκυνώ
- θα προσκυνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκυνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσκυνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσκύνηση