Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κολᾰκ-
ονομαστική κόλαξ οἱ κόλακες
      γενική τοῦ κόλακος τῶν κολάκων
      δοτική τῷ κόλακ τοῖς κόλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόλακ τοὺς κόλακᾰς
     κλητική ! κόλαξ κόλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόλακε
γεν-δοτ τοῖν  κολάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόλαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλαξ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία