Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ma.ɡɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
démagogique démagogiques

démagogique (fr) αρσενικό ή θηλυκό