Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημαγωγικά < δημαγωγικός

  Επίρρημα επεξεργασία

δημαγωγικά

  • με δημαγωγικό τρόπο, προσπαθώντας να παραπλανήσει το λαό με κολακείες κι άλλα παρόμοια μέσα
    ο πρόεδρος του κόμματος δημαγωγικά υποσχέθηκε αυξήσεις στους μισθούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δημαγωγικά