Ουσιαστικό

επεξεργασία

clientele (en)

  • η πελατεία
    ⮡  The advertisement is bringing in clientele.
    Η διαφήμιση φέρνει πελατεία.
    ⮡  He has such a large clientele that he is forced to turn people away.
    Έχει τόσο μεγάλη πελατεία που αναγκάζεται να διώχνει τον κόσμο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία